αντικροτικά

αντικροτικά
Χημικές ουσίες που προστίθενται στα καύσιμα των κινητήρων μηχανών εσωτερικής καύσης για να παρεμποδίζουν την αυτοανάφλεξη μέσα στους κυλίνδρους, κατά τη διάρκεια της φάσης της συμπίεσης του μείγματος, δηλαδή για να εμποδίζουν την ανάφλεξη του μείγματος όταν αυτό συμπιέζεται και προτού παραχθεί ο σπινθήρας για την ανάφλεξή του. H εκπυρσοκρότηση γίνεται αντιληπτή με χτύπους της μηχανής, π.χ. του αυτοκινήτου. Ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος είναι ένα από τα α. που χρησιμοποιούνται περισσότερο· προσφέρεται στο εμπόριο σε μείγμα με αιθυλενοβρωμίδιο σε μικρή ποσότητα (λιγότερο από 1%). Άλλα α. είναι το σιδηροκαρβονύλιο, η ανιλίνη, το οξυχλωριούχο σελήνιο κλπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”